- αὐτοκτονοῦντε
- αὐτοκτονέωslay one anotherpres part act masc/neut nom/voc/acc dual (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοκτονώ — (Α αὐτοκτονῶ, έω) [αυτοκτόνος] νεοελλ. 1. φονεύω τον εαυτό μου, τερματίζω τη ζωή μου 2. μτφ. αυτοκαταστρέφομαι αρχ. φρ. «τώ ταλαιπώρω αὐτοκτονοῡντε» σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο … Dictionary of Greek